τριφασικό ρεύμα

τριφασικό ρεύμα
Το ρεύμα που παράγεται από τριφασική τάση. Για να κατανοήσουμε την παραγωγή τριφασικής τάσης χρησιμοποιούμε την εξής διάταξη: Παίρνουμε 3 πηνία και τα τοποθετούμε έτσι ώστε οι 3 άξονές τους να σχηματίζουν ανά 2 (γειτονικοί) γωνία 120°. Αν στον ενδιάμεσο χώρο περιστρέφεται ένας μόνιμος μαγνήτης, τότε σε κάθε πηνίο θα αναπτύσσεται μια εναλλασσόμενη τάση. Όταν η τάση θα είναι μέγιστη στο πρώτο πηνίο, στο δεύτερο, εξαιτίας του προσανατολισμού του, δεν θα συμβαίνει το ίδιο. Θα συμβεί όμως ύστερα από χρόνο ίσο με το 1/3 του χρόνου που αντιστοιχεί σε μια ολόκληρη περιστροφή (120° : 360° = 1 : 3). Το ίδιο ισχύει και για το τρίτο πηνίο. Οι 3 τάσεις, που παράγονται στα 3 αυτά πηνία, αποτελούν μια τριφασική τάση. Αν τα άκρα των πηνίων συνδεθούν με 3 ίσες αντιστάσεις, τότε αυτές θα διαρρέονται από 3 εναλλασσόμενα ρεύματα, που αποτελούν το λεγόμενο τ.ρ. Τα 3 πηνία και ο μαγνήτης παριστάνουν τη γεννήτρια παραγωγής, ενώ οι αντιστάσεις παριστάνουν τους ακροδέκτες της ηλεκτρικής ενέργειας. Για να μεταφερθεί, σε μορφή τ.ρ., η ηλεκτρική ενέργεια έως τον τόπο κατανάλωσης χρησιμοποιούνται 4 σύρματα. Από αυτά το ένα έχει μικρή διατομή και διαρρέεται από ρεύμα πολύ μικρής έντασης, γι’ αυτό και ονομάζεται ουδέτερος αγωγός Ο. Όλα τα ηλεκτρικά δίκτυα είναι σήμερα τριφασικά. Έτσι, τριφασικό είναι και το εθνικό ηλεκτρικό δίκτυο της Ελλάδας που τροφοδοτείται από διάφορα υδροηλεκτρικά και θερμικά εργοστάσια παραγωγής ενέργειας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τριφασικός — ή, ό, Ν φρ. α) «τριφασικό ρεύμα» (ηλεκτρ.) σύστημα τριών μονοφασικών εναλλασσόμενων ρευμάτων τα οποία παρουσιάζουν μεταξύ τους διαφορά φάσης 120 β) «τριφασική γεννήτρια» (ηλεκτρ.) ηλεκτρική γεννήτρια η οποία παράγει εναλλασσόμενο τριφασικό ρεύμα… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • εναλλάκτης — Ηλεκτρική μηχανή που μετατρέπει, σύμφωνα με τις φυσικές αρχές του ηλεκτρομαγνητισμού, μηχανικό έργο σε ηλεκτρική ενέργεια και τη διανέμει με τη μορφή του εναλλασσόμενου ρεύματος. Η λειτουργία του βασίζεται στο φαινόμενο της δημιουργίας ηλεκτρικού …   Dictionary of Greek

  • τριφασικός — ή, ό 1. που αποτελείται από συνδυασμό τριών εναλλασσόμενων μονοφασικών ηλεκτρικών ρευμάτων. 2. που λειτουργεί με τριφασικό ηλεκτρικό ρεύμα: Τριφασικός ηλεκτροκινητήρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”